- ὁποσάκις
- ὁποσάκις, so vielmal wie, so oft wie
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ὁποσάκις — as many times as . . indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οποσάκις — (Α ὁποσάκις, αιολ. τ. ὁποσσάκιν και κατά δ. γρφ. και ανάγν. ὁππόσσακιν) (αναφ. επίρρ.) 1. οσάκις, όσες φορές («ἀεὶ τοῡτο ποιεῑτε; ὁποσάκις, ἔφη, δειπνοποιούμεθα», Ξεν.) 2. (με το μόριο αν και με υποτ.) όσες φορές και αν («καὶ τοῡτο ἐξεῑναι ποιεῑν … Dictionary of Greek
οποσακισούν — ὁποσακισοῡν (Α) (αορστλ. επίρρ.) όσες φορές και αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁποσάκις + οὖν (πρβλ. οπωσ ούν)] … Dictionary of Greek